ἐκλείψει

ἐκλείψει
ἔκλειψις
abandonment
fem nom/voc/acc dual (attic epic)
ἐκλείψεϊ , ἔκλειψις
abandonment
fem dat sg (epic)
ἔκλειψις
abandonment
fem dat sg (attic ionic)
ἐκλείπω
leave out
fut ind mid 2nd sg
ἐκλείπω
leave out
fut ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Αμφιθήριο — (amphitherium). Γένος θηλαστικών που έχει εκλείψει. Ανήκαν στην τάξη των μαρσιποφόρων. Απολιθωμένα λείψανά τους βρέθηκαν στην περιοχή της Οξφόρδης (Αγγλία) σε γεωλογικά στρώματα που τοποθετούνται χρονικά στην ιουράσιο περίοδο του μεσοζωικού αιώνα …   Dictionary of Greek

  • άνθρωπος — Το ανθρώπινο ον, ο πιο εξελιγμένος οργανισμός που ζει στην υδρόγειο. Homo sapiens (ά. έμφρων ή λογικός)είναι ο επιστημονικός όρος, στη συστηματική ταξινόμηση διπλής ονομασίας για το γένος (homo, ά.)και το είδος (sapiens, λογικός)στο οποίο ανήκει… …   Dictionary of Greek

  • αναλφαβητισμός — Γενικά, σημαίνει την έλλειψη ικανότητας να διαβάζει και να γράφει ένας άνθρωπος τη μητρική του γλώσσα· ακριβέστερα, σύμφωνα με ορισμό της ΟΥΝΕΣΚΟ, είναι η κατάσταση του ατόμου που δεν ξέρει να διαβάζει ή να γράφει μια απλή και σύντομη έκθεση… …   Dictionary of Greek

  • ανθρωποφαγία — Η συνήθεια ορισμένων φυλών να τρώνε ανθρώπινο κρέας. Λέγεται επίσης και κανιβαλισμός, από το όνομα που έδωσαν σε μια φυλή ανθρωποφάγων των νησιών της Καραϊβικής οι Ισπανοί κατακτητές τον 17ο αι. Τη συνήθεια της α. σε πρωτόγονους λαούς έχουν… …   Dictionary of Greek

  • αρκούδα — Κοινή ονομασία για τα σαρκοφάγα πελματοβάμονα ζώα που αποτελούν την οικογένεια των αρκτιδών. Το σώμα τους είναι ογκώδες, μπορεί να έχει μήκος από 1,40 έως 3 μ. και καλύπτεται από μακρύ και πυκνό, αλλά αδρό τρίχωμα. To κεφάλι τους είναι κατά… …   Dictionary of Greek

  • εκλείπω — (AM ἐκλείπω) 1. αφήνω τη ζωή, πεθαίνω (α. «ο εκλιπών» ο νεκρός β. «οι εκλιπόντες» οι νεκροί) 2. παύω να υπάρχω («λοιμώδεις νόσοι που έχουν εκλείψει», «εκλείπουν τα εφόδια», «Χαῑρε δι ἧς ἡ ἀρὰ ἐκλείψει») 3. (για ουράνια σώματα) παθαίνω έκλειψη μσν …   Dictionary of Greek

  • κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου …   Dictionary of Greek

  • προκάμηλος — (procamelus). Γένος οπληφόρων θηλαστικών, που ανήκει στην οικογένεια των καμηλιδών. Το γένος αυτό έχει εκλείψει και τα απολιθωμένα λείψανά του βρέθηκαν μέσα σε ανωμειοκαινικά και πλειοκαινικά στρώματα, κυρίως στις ΗΠΑ. Οι ζωολόγοι θεωρούν τα ζώα… …   Dictionary of Greek

  • προμεφίτις — (promephitis). Γένος σαρκοφάγων θηλαστικών ζώων, που έχει εκλείψει. Ανήκε στην οικογένεια των ικτιδιδών. Απολιθωμένα λείψανά τους βρέθηκαν και στην Ελλάδα, στο Πικέρμι της Αττικής καθώς και στη Σάμο. * * * η, Ν γένος σαρκοφάγων θηλαστικών που… …   Dictionary of Greek

  • προτραγέλαφος — (protragelaphus). Γένος κοιλόκερων οπληφόρων θηλαστικών, που έχει εκλείψει. Ανήκε στην οικογένεια των τραγελαφίνων. Απολιθώματά τους βρέθηκαν μέσα σε κατωπλειοκαινικά στρώματα. Στην Ελλάδα βρέθηκαν, τα ίδια στρώματα, στο Πικέρμι της Αττικής και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”